Σελίδες

ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ

Γενικευμένη αυτοδιάθεση ονομάζεται το πολιτικό αίτημα να είναι ο κάθε κοινωνικός άνθρωπος ελευθερόφρων, αυτοπροαίρετος, αυτεπίτακτος και αυτεξούσιος, να απολαμβάνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις τα πολιτικοθεσμικά και οικονομικοκοινωνικά μέσα που τον καθιστούν ικανό να μετέχει στον ιστορικά κατακτημένο βαθμό ελευθερίας και στην πολιτισμική ακεραιότητα της ιστορικής ολότητας.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

ΑΚΕΠ: Απάντηση στην "Σέχτα Επαναστατών"

Οι αντιλήψεις για την κοινωνία, την ιστορία και το κίνημα που ενυπάρχουν στην προκήρυξη της «Σέχτας Επαναστατών», είναι αντιεπιστημονικές και διαπνέονται από ένα εκλεκτικιστικό συνονθύλευμα διαφόρων φιλοσοφικών ρευμάτων του σύγχρονου φιλοσοφικού ιδεαλισμού και εν γένει του μεταφυσικού τρόπου αντιμετώπισης των προβλημάτων της κοινωνίας και της ιστορίας. Για παράδειγμα, η θέση του Νέγκρι στο βιβλίο του «Πλήθος» όπου αντικαθιστά την εργατική τάξη από το «πλήθος των πολλαπλών εκμεταλλευομένων μοναδικοτήτων», είναι η άποψη που υποβόσκει στις θέσεις της «Σέχτας» για τις κοινωνικές τάξεις, την κοινωνία και τον μαρξισμό. Οι θέσεις αυτές του Νέγκρι, όπως κι άλλες ανάλογες της αστικής κοινωνιολογίας, είναι αρκετά διαδεδομένες σήμερα κι έχουν συμβάλει σημαντικά στον αποπροσανατολισμό και την παθητικοποίηση της νεολαίας και του λαού. Όποιον και να ρωτήσεις σήμερα θα σου πει : «η εργατική τάξη…ποια εργατική τάξη; Ακόμη εκεί βρίσκεσαι; Οι καιροί έχουν αλλάξει, δεν υπάρχει εργατική τάξη» κλπ.

Ανεξάρτητα από τις προθέσεις τους -και ο δρόμος προς την κόλαση είναι πάντα σπαρμένος με καλές προθέσεις- οι συντάκτες της προκήρυξης προπαγανδίζουν ένα τρόπο δράσης αντιδραστικό, ρεφορμιστικό και ατελέσφορο, που εναντιώνεται απροκάλυπτα στις αντιλήψεις του επαναστατικού μαρξισμού και στην προοπτική ενός κινήματος ικανού να ανατρέψει το σημερινό γερασμένο και παρηκμασμένο καπιταλιστικό σύστημα.

Σήμερα μάλιστα, που η κρίση του παγκόσμιου οικονομικοκοινωνικού συστήματος και του φιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας, ήρθε να προστεθεί στην αποτυχία των αντιλήψεων του κρατισμού στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και στην αποτυχία των δογμάτων της μικτής οικονομίας και της σοσιαλδημοκρατίας, και επικαιροποίησε τις αντιλήψεις του μαρξισμού για την κοινωνία και την ιστορία, η ατομική τρομοκρατία γενικά και η «Σέχτα» ειδικά έρχεται να εξυπηρετήσει ιδεολογικά-πολιτικά μόνον τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Η ατομική τρομοκρατία γενικά και η «Σέχτα» ειδικά, μεταφέρει το πεδίο της δράσης και της αντιπαράθεσης στο ρεφορμιστικό πεδίο της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής, όχι μόνον επειδή έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στην δυνατότητα αφύπνισης των λαϊκών στρωμάτων και της εργατικής τάξης, όχι μόνον επειδή υποκλίνεται όπως ο οικονομισμός μπροστά στο αυθόρμητο, αλλά και επειδή είναι φορέας των ιδεών του φιλοσοφικού ιδεαλισμού.

Η «Σέχτα Επαναστατών» αντιμετωπίζει φιλοσοφικά την «συνείδηση» σαν αυτόνομη κατηγορία αποξενωμένη από το κοινωνικό Είναι και την υλική δομή. Με αυτόν τον τρόπο, εμφανίζεται το εποικοδόμημα και το Κράτος σαν μοναδικός υπεύθυνος της εκμετάλλευσης και των προβλημάτων της κοινωνίας, κι εξαφανίζεται η υλική δομή και οι νομοτέλειες που διέπουν την καπιταλιστική παραγωγή και την εκμετάλλευση. Το Κράτος, εδώ, δεν είναι το ιστορικό αποτέλεσμα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις, αλλά μια υπερβατική δύναμη που θεσμικά εκπροσωπεί το βιβλικά «διαβολικό», το ανήθικο και την άρχουσα τάξη, ένα Κράτος που εκπροσωπεί την «μυθική βία» -όπως την ορίζει ο Walter Benjamin, και στο οποίο αντιπαρατίθεται η ατομική τρομοκρατία και ο -κατά Benjamin-«άγγελος της ιστορίας» και η «θεϊκή βία». Επίσης, η «Σέχτα» αναγορεύει την φιλοσοφική κατηγορία «συνείδηση» σε ατομική ενόραση που εκδηλώνει την αγωνία, τον πόνο και την απόγνωση του ατομικού υποκείμενου, πράγμα που παραπέμπει και θυμίζει την φιλοσοφική κατηγορία της «ύπαρξης» στον Κίρκεγκωρ και τον Σαρτρ. Για τους υπαρξιστές, η ελευθερία δεν εννοιολογείται ως κοινωνική σχέση, αλλά ως φυσική ατομική επιλογή. Ας θυμηθούμε τα λόγια του Σαρτρ: «είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι» - «η κόλασή μας είναι οι άλλοι».

Πέραν τούτου, οι φιλοσοφικές αντιλήψεις του Benjamin, ένα κράμα εβραϊκού μυστικισμού και γερμανικού ιδεαλισμού, που ανέγνωσε τον ιστορικό υλισμό, ιδίως στο δοκίμιό του «Η κριτική της βίας» επηρεασμένος από τον Σορέλ και την ήττα του γερμανικού κινήματος, μαζί με τις αντιλήψεις του Ιταλού Τόνυ Νέγκρι για την παγκοσμιοποίηση, την «Αυτοκρατορία», «το πλήθος» και τις αυτόνομες απελευθερωμένες περιοχές μέσα στο ίδιο το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα πραγμάτων, αποτελούν το βασικό, ρεφορμιστικό οπλοστάσιο των συγγραφέων της προκήρυξης της «Σέχτας Επαναστατών». Στις φιλοσοφικές και πολιτικές αντιλήψεις του Benjamin για τον «άμεσο επαναστατικό σκοπό» και το «επαναστατικό μέσον», για τις οποίες δέχτηκε κριτική ακόμη και από τον ιδεολογικό του σύμμαχο Αντόρνο - βασικό εκπρόσωπο της «Κριτικής Φιλοσοφίας», αναβαπτίζονται οι αντιλήψεις του αναρχοσυνδικαλισμού για την επανάσταση και το επαναστατικό υποκείμενο.

Οι ιδεολογικές αντιλήψεις της «Σέχτας» είναι οπωσδήποτε πιο αντιεπιστημονικές, πιο καθυστερημένες και πιο μικροαστικές, ακόμη κι από τις ιδέες του 19ου αιώνα για την κοινωνία, την ιστορία και το κίνημα. Τις ιδέες αυτές, με διάφορες παραλλαγές, εκδοχές κι επικαλύψεις, εκπροσωπούσαν ο Μπλανκί, ο Στίρνερ, ο Προυντόν, ο Μπακούνιν, ο Κροπότκιν, ο Νετσάγιεφ κλπ. Ο Μαρξ, ο Ένγκελς και ο Λένιν άσκησαν συντριπτική κριτική στις αντιλήψεις αυτές και θεμελίωσαν τις επιστημονικές ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού.

Σήμερα, η ιδεολογική βάση της τρομοκρατίας και των αντιεξουσιαστικών ρευμάτων σκέψης εκφράζει τα κοινωνικά στρώματα που γεννάει ο καπιταλισμός που σαπίζει, κι όχι τις κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα που έχει γεννήσει η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Σήμερα, η ατομική τρομοκρατία και η πλειοψηφία της λεγόμενης προοδευτικής διανόησης, έχουν ασπαστεί τα κυρίαρχα ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας, έχουν ευνουχιστεί ιδεολογικά κι έχουν καταστεί ακίνδυνοι για το καπιταλιστικό κοινωνικό σύστημα.

Σήμερα, ακόμη και στον χώρο της μαρξιστικής σκέψης χρησιμοποιούνται μεθοδολογικά σχήματα ανάλυσης της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, που περισσότερο προσιδιάζουν, παρά την χρήση μαρξιστικής ορολογίας, στις φιλοσοφικές αντιλήψεις του μεταφυσικού ρεαλισμού, του Κύκλου της Βιέννης, του κριτικού ορθολογισμού, του υπαρξισμού, της Σχολής της Φρανκφούρτης κλπ. Έτσι, πίσω από την επαναστατική φρασεολογία εμφανίζεται σε νέα σύγχρονη μορφή ο ρεφορμισμός και ο οπορτουνισμός, που εύκολα θα μπορούσε να ονομαστεί νεο-μπερνσταϊνισμός.

«Ο αγώνας για τον αγώνα», που θυμίζει όχι μόνο τον Μπερνστάϊν αλλά και τις αντιλήψεις του Θεόφιλου Γκοτιέ «η Τέχνη για την Τέχνη», και τα τριαδικά σχήματα «καπιταλιστές-ιμπεριαλιστές, ρεφορμιστές-οπορτουνιστές και ριζοσπάστες-επαναστάτες», αποτελούν δυστυχώς το αλατοπίπερο και το μονότονο ρεφραίν της σημερινής επαναστατικότητας.

Στην σημερινή κοινωνία, στην σημερινή Ελλάδα ορθώνονται ως άλλες στήλες του Ηρακλέους οι δύο διακριτές και κυρίαρχες όψεις της πραγματικότητας, που περιγράφουν ανάγλυφα τις συνθήκες της ιδεολογικοπολιτικής ηγεμονίας της άρχουσας τάξης:

- στην μια όψη ορθώνεται ο υποταγμένος οικονομικά, ιδεολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά, αλλοτριωμένος και ταπεινωμένος μισθοσυντήρητος και οικονομικά ασθενέστερος πληθυσμός,

- στην άλλη όψη ορθώνεται η πολυχρονεμένη κι αυταπόδεικτη αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων που ομνύουν στο όνομα της εργατικής τάξης και του λαού, ν’ αφυπνίσουν, να συνειδητοποιήσουν και να καθοδηγήσουν τον ταπεινωμένο, φοβισμένο και συμβιβασμένο λαό στον δρόμο της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της επανάστασης.

Μετά την Μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα, οι πολιτικές δυνάμεις που ομνύουν στο όνομα της εργατικής τάξης -κοινοβουλευτικές και εξωκοινοβουλευτικές- επιχειρούν ν’ αφυπνίσουν και να συνειδητοποιήσουν την εργατική τάξη και το λαό με οικονομικούς διεκδικητικούς αγώνες και με αγώνες για αστικοδημοκρατικά δικαιώματα, χωρίς να κατορθώνουν ν’ αλλάζουν τους πολιτικούς συσχετισμούς υπέρ των δυνάμεων της εργασίας.

Στον αντίποδα της αποτυχίας και της αδυναμίας του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης να παράγει ποιοτικά αποτελέσματα και προοπτική ανατροπής της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, αναπτύχθηκαν μια σειρά κινήματα αναρχικά και αντιεξουσιαστικά, καθώς και πολύμορφες και ποικίλες οργανώσεις που άσκησαν και ασκούν ατομική τρομοκρατία στο όνομα του αντικαπιταλιστικού αγώνα. Κατά την αντίληψη και την διατύπωση της πάντα επίκαιρης μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, οι εξτρεμιστικές εκδηλώσεις και η ατομική τρομοκρατία είναι εκδήλωση «της πιο φλογερής αγανάκτησης διανοουμένων και μη που δεν ξέρουν ή δεν έχουν την δυνατότητα να συνδέσουν σ’ ένα ενιαίο σύνολο την επαναστατική δουλειά με το εργατικό κίνημα». Όσοι έχασαν την πίστη τους, ή δεν πίστεψαν ποτέ, στην δυνατότητα της σύνδεσης της επαναστατικής δουλειάς με το εργατικό κίνημα, «είναι πραγματικά δύσκολο να βρουν άλλη διέξοδο για το αίσθημα της αγανάκτησής τους και για τον επαναστατικό τους δυναμισμό εκτός από τον εξτρεμισμό και την ατομική τρομοκρατία».

Κατά την μαρξιστική κοσμοθεωρία, ανάμεσα στην πολιτική που επιχειρεί ν’ αφυπνίσει και να συνειδητοποιήσει την εργατική τάξη και το λαό με οικονομικούς διεκδικητικούς αγώνες, και στην πολιτική της ατομικής τρομοκρατίας, δεν υπάρχει τυχαία, αλλά αναγκαία εσωτερική σχέση, μια κοινή ρίζα, που είναι ο χειροτεχνισμός και η υπόκλιση μπροστά στο αυθόρμητο. «Εδώ υπάρχει η επίδραση των γενικών αιτιών που γεννούν τον οπορτουνισμό γενικά, ο οποίος θυσιάζει τα βασικά συμφέροντα του εργατικού κινήματος για στιγμιαία κέρδη».

Η ατομική τρομοκρατία, ακόμα κι όταν καταφέρεται ενάντια σε στόχους με έντονο συμβολισμό, όπως τράπεζες, μεγαλοεπιχειρηματίες, πολιτικά πρόσωπα κλπ., όχι μόνον θυσιάζει τα ουσιώδη συμφέροντα του κινήματος σε στιγμιαίες εντυπώσεις, όχι μόνον δεν συμβάλλει στην συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και του λαού, αφού αντικαθιστά την πολιτική ζύμωση με τρομοκρατικές πράξεις διεγερτικού συμβολισμού που τραβάνε προς τα πίσω πολιτικά και οργανωτικά το κίνημα, όχι μόνον δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του λαού, αλλά αντίθετα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης, που βρίσκει άλλοθι να περνάει μια σειρά αντιδραστικά νομοσχέδια, να συκοφαντεί με τρόπο απροκάλυπτο το αντικαπιταλιστικό κίνημα και, για να θυμηθούμε την έκφραση του Λένιν, «να σκαλίζει αδιάφορα τη μύτη της» μαζί με τον παθητικοποιημένο λαό που παρακολουθεί χωρίς να συμμετέχει την μονομαχία και την βεντέτα της Αστυνομίας με μια χούφτα τρομοκράτες.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και την δολοφονία του Άλντο Μόρο κλπ. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις δολοφονίες Γουέλς, Μπάμπαλη, Μάλλιου κλπ. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη δράση της RAF, της Action directe κλπ. Όλες αυτές οι οργανώσεις που άσκησαν ατομική τρομοκρατία και κατάφεραν να προσβάλλουν στόχους με έντονο συμβολισμό, όχι μόνον απέτυχαν οικτρά να ενεργοποιήσουν τις λαϊκές μάζες, αλλά αντίθετα συνέβαλαν αποφασιστικά στον αποπροσανατολισμό της ταξικής πάλης.

Τις τελευταίες δεκαετίες, στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, από την μία η δράση των οργανώσεων που άσκησαν ατομική τρομοκρατία, και από την άλλη η ρεφορμιστική πολιτική των κομμάτων της αριστεράς που έκανε τον οικονομισμό κυρίαρχη πολιτική, είναι οι δυο άξονες που ευθύνονται για την πολιτική καθυστέρηση και την κρίση του εργατικού και επαναστατικού κινήματος.

Να γιατί υποστηρίζουμε πως, η αντίφαση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, με τα πολιτικά γεγονότα που λέγεται και υποστηρίζεται ότι την εκφράζουν, αποτελεί το βασικό κατηγόρημα, δηλαδή την βασική ιδιότητα, της κρίσης του πολιτικού κινήματος των μισθοσυντήρητων και των συμμάχων τους στην Ελλάδα και τον κόσμο.

Ακόμη και στην πρώην Σοβιετική Ένωση, με το πρόσχημα του γιακωβινισμού, η τρομοκρατική φυσική εξόντωση των ηγετών της Οκτωβριανής επανάστασης που σαν μέθοδος δεν απέχει απ’ αυτήν της ατομικής τρομοκρατίας, μαζί με την ρεβιζιονιστική πολιτική στα ζητήματα της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας που δεν απέχει από την πολιτική του δυτικοευρωπαϊκού οικονομισμού και ρεφορμισμού, συνέβαλαν αποφασιστικά στην ήττα της Οκτωβριανής επανάστασης...

Η επαναστατική βία βρίσκεται σε απόλυτη αντιδιαστολή με την βία που ασκεί ο καπιταλισμός στις υπό εκμετάλλευση τάξεις, καθώς και με την βία που ασκεί η ατομική τρομοκρατία σε επιλεγμένους συμβολικούς στόχους.

Η βία που ασκεί ο καπιταλισμός δεν είναι μόνο η ένοπλη βία αλλά και η οικονομική, η κοινωνική, η πολιτική και η θεσμική βία, και είναι μια βία που ασκείται αυθόρμητα από την δράση των νόμων κίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής, και συνειδητά από την νομοθετική, την δικαστική και την εκτελεστική εξουσία του καπιταλιστικού κράτους.

Η βία που ασκεί η ατομική τρομοκρατία είναι η ένοπλη βία που ασκούν μεμονωμένοι τρομοκράτες, αποκομμένοι από την λαϊκή βάση.

Αντίθετα, η επαναστατική βία «…παίζει έναν επαναστατικό προοδευτικό ρόλο, δηλαδή, σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, είναι η μαμή, που από κάθε παλιά κοινωνία ξεγεννά μια καινούρια κοινωνία, είναι το όργανο με το οποίο επιβάλλεται η κοινωνική εξέλιξη και σπάζει τις αποστεωμένες, τις νεκρές πολιτικές μορφές» (Ένγκελς). Η επαναστατική βία εκδηλώνει το ιστορικό προτσές της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα, εκδηλώνει το διαλεκτικό ιστορικό άλμα.

Η ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού ούτε μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της δράσης μιας μονοσήμαντης φαταλιστικής νομοτέλειας (νοησιαρχία), ούτε το αποτέλεσμα της μηχανικής συνένωσης των ατομικών θελήσεων ενός κοινωνικού συνόλου –έστω ταξικού, ούτε ακόμη της θέλησης –έστω χαρισματικών - πολιτικών ομάδων ή προσώπων (βουλησιαρχία). Η ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά η απόρροια μιας καθολικής αλληλεξάρτησης των αντικειμενικών και υποκειμενικών συνθηκών του κοινωνικού γίγνεσθαι, που εκδηλώνει και ολοκληρώνει στο πεδίο της υποκειμενικότητας, στο πολιτικό εποικοδόμημα, την νομοτελειακή αντίφαση-σύγκρουση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας προς τις σχέσεις παραγωγής και προς την νομική τους έκφραση, τις σχέσεις ιδιοκτησίας κλπ.

Η σχεδιοποιημένη δράση του υποκειμένου-της συνείδησης που «ανακλά και διαμορφώνει το αντικείμενο» (Λένιν), καθώς και η σχεδιοποιημένη δράση που αλλάζει τις κοινωνικές συνθήκες και μαζί με αυτές τον ίδιο τον άνθρωπο (Μαρξ), υποδηλώνει την αναγκαιότητα της ύπαρξης συλλογικού οργανωτή-καθοδηγητή και υπογραμμίζει τα καθήκοντα των ιστορικών προσώπων και τον ρόλο των πρωτοπόρων ηγετών του κινήματος.

Όλοι οι μαρξιστές γνωρίζουν την διατύπωση του Μαρξ στον Πρόλογο της «Κριτικής της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ»: «η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, όπως το προλεταριάτο βρίσκει στην φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα… Η φιλοσοφία δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς να εξαλείψει το προλεταριάτο, το προλεταριάτο δεν μπορεί να εξαλειφθεί χωρίς να πραγματώσει την φιλοσοφία». Όλοι οι μαρξιστές γνωρίζουν την τόσο παρεξηγημένη και σκοπίμως διαστρεβλωμένη διατύπωση του Μαρξ «αναμφίβολα, το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων, η υλική δύναμη δεν μπορεί να νικηθεί παρά μόνο από την υλική δύναμη, αλλά και η θεωρία γίνεται κι αυτή δύναμη αφότου κατακτήσει τις μάζες». Και ο Μαρξ συνεχίζει: «η θεωρία είναι ικανή να κατακτήσει τις μάζες όταν αποδεικνύει ad hominem και προβαίνει σε ad hominem αποδείξεις, αφότου γίνει ριζοσπαστική. Ριζοσπαστική σημαίνει να πιάνει τα πράγματα από τη ρίζα. Η ρίζα όμως για τον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».

Την κατανόηση της χρήσης, στην ριζοσπαστική μαρξιστική θεωρία, του «ad hominem» επιχειρήματος (γνωστού και ως argumentum ad hominem, που κατά λέξη σημαίνει «επιχείρημα που απευθύνεται στον άνθρωπο», και στο είδος της ρητορικής τακτικής που απευθύνεται κυρίως στο συναίσθημα παρά στη λογική, κι εξετάζει τον χαρακτήρα του αντιπάλου παρά το προς συζήτηση θέμα κλπ κλπ) μπορεί να την αντλήσει ο καθένας μας στο «Τι να κάνουμε;», όπου ο Λένιν αναπτύσσει με τρόπο διεξοδικό κι επιστημονικό την διαλεκτική πολιτική μέθοδο, με την οποία η θεωρία θα κατακτήσει τις μάζες, με την οποία η θεωρία θα γίνει υλική δύναμη, με την οποία η εργατική τάξη θα αποκτήσει συνείδηση και θα καταστεί από τάξη καθεαυτό σε τάξη δι’ εαυτόν. Ο Λένιν ως γνωστόν, την διαλεκτική μέθοδό του για την συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης και την οργάνωση του επαναστατικού κόμματος, την αντιπαραθέτει στις αντιδιαλεκτικές και ρεφορμιστικές εκδοχές της ατομικής τρομοκρατίας και του οικονομισμού, τις οποίες μάλιστα θεωρεί επικίνδυνες και εχθρικές για το κίνημα, τα συμφέροντα και την ιστορική προοπτική της εργατικής τάξης.

Η ατομική τρομοκρατία είναι το απαύγασμα του διανοητικού και ηθικού μαρασμού της καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι το αποτέλεσμα των λαθών και της κρίσης του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης και δεν μπορεί, με κανένα τρόπο, να ταυτιστεί με την επαναστατική βία.

Η ατομική τρομοκρατία, πέραν του ότι δίνει άλλοθι και διευκολύνει τις αντιλαϊκές μεθοδεύσεις της κρατικής εξουσίας, υιοθετεί και διαδίδει τις φιλοσοφικές ιδεαλιστικές αντιλήψεις της άρχουσας τάξης για την κοινωνία και την ιστορία, το κοινωνικό Είναι και την Συνείδηση, και αναγορεύει την συνείδηση του ατομικού υποκείμενου σε υπερβατολογική κατηγορία - ρυθμιστή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Η αντιπαράθεση του επαναστατικού μαρξισμού ενάντια στις φιλοσοφικές ιδέες της ατομικής τρομοκρατίας, είναι ταξική πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στην αστική τάξη στον χώρο της θεωρίας, είναι αγώνας της θεωρίας να γίνει υλική δύναμη κατακτώντας τις μάζες.

Η εργατική τάξη…αντί το συντηρητικό σύνθημα: «ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαιη εργάσιμη μέρα», θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».
(Κάρλ Μάρξ, «Μισθός, τιμή και κέρδος», Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή 1998, σελ.78)

Μάκης Παπαπέτρου

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

ΑΚΕΠ: Ο μεγάλος τρομοκράτης

«Ο δρόμος προς την κόλαση είναι σπαρμένος με τις καλύτερες προθέσεις»

Η οικονομική βία, ο βανδαλισμός και το πλιάτσικο που ασκείται, μόνιμα και παρατεταμένα, ενάντια στους μισθοσυντήρητους και το λαό, από την οικονομική ολιγαρχία, τις τράπεζες, τα καρτέλ, τα ιδιωτικά και τα κρατικά μονοπώλια, με την συνηγορία` μάλιστα της νομοθετικής, της δικαστικής και της εκτελεστικής εξουσίας, είναι η πραγματική, η καθολική, η απόλυτη τρομοκρατία που χαρακτηρίζει την σημερινή κοινωνία, την σημερινή Ελλάδα.

Η φτώχεια, η ανεργία, η υποαπασχόληση, η διαφθορά και η εξαθλίωση είναι τα αποτελέσματα της καθολικής τρομοκρατίας που ασκείται από την ιθύνουσα τάξη, τα κόμματα που την υπηρετούν και –οπωσδήποτε- από τον «συλλογικό καπιταλιστή», το αστικό κράτος, τον θεματοφύλακα των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής.

Σύμφωνα με τον λεξικογραφικό γενικό ορισμό, «τρομοκρατία» είναι η επιβολή της θέλησης και η επικράτηση σε άτομα, σε κοινωνικές ομάδες και σε λαούς, με την πρόκληση φόβου.

Κατά την αντίληψη και την διατύπωση της πάντα επίκαιρης μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, στον καπιταλισμό «η κοινωνική εξάρτηση των εργαζόμενων μαζών από το κεφάλαιο, η καταφανής απόλυτη αδυναμία τους μπροστά στις τυφλές δυνάμεις του καπιταλισμού, που προξενεί κάθε μέρα και κάθε ώρα χίλιες φορές φρικτότερα βάσανα, αγριότερα μαρτύρια στους απλούς ανθρώπους της δουλειάς απ’ ότι οποιαδήποτε έκτακτα γεγονότα, όπως πόλεμοι, σεισμοί κτλ.», να η βαθύτερη σύγχρονη ρίζα της πραγματικής, της καθολικής τρομοκρατίας. Ο φόβος «μπροστά στην τυφλή δύναμη του κεφαλαίου, που είναι τυφλή γιατί δεν μπορεί να προβλεφθεί από τις μάζες του λαού, που στο κάθε βήμα της ζωής του μισθοσυντήρητου και του μικρομεσαίου η δύναμη αυτή απειλεί να του φέρει και του φέρνει την "ξαφνική", την "αναπάντεχη", την "τυχαία" καταστροφή, τον όλεθρο», να ο ορισμός της πραγματικής, της καθολικής, της σύγχρονης τρομοκρατίας που παραλύει, εξουθενώνει και υποτάσσει τον εργαζόμενο λαό στην κυρίαρχη τάξη και στις εκμεταλλευτικές δομές του κοινωνικού συστήματος.

Κατά την άποψη και την θέση του ΑΚΕΠ, «στην σημερινή πραγματικότητα, το κοινωνικό ισοδύναμο των σχέσεων παραγωγής ηγεμονεύει ιδεολογικά, πολιτικά και καθορίζει απόλυτα όχι μόνον τις ειδικές αλλά και τις γενικές συμπεριφορές του ελληνικού πληθυσμού.

Αντίθετα, το κοινωνικό ισοδύναμο των παραγωγικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης ανωριμότητας και αδυναμίας: ούτε εκπροσωπείται με όρους ιδεολογικοπολιτικούς στο εποικοδόμημα, ούτε εκπροσωπείται ιδεολογικά στους επιμέρους αγώνες για τα προβλήματα που ανακύπτουν, ούτε εκδηλώνεται αυθόρμητα στις ατομικές και κοινωνικές σχέσεις της καθημερινότητας, της συνήθειας και του στυλ ζωής.

Το γεγονός ότι η δομική ενότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της εργατικής τάξης προς την αστική τάξη, εκδηλώνεται και ως αντίθεση όταν οξύνονται οι δυσλειτουργίες και οι νομοτελειακές αντιφάσεις των νόμων κίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής, σε τίποτα δεν διαφοροποιεί την κοινωνική κατάσταση, αφού οι αντιθέσεις που ανακύπτουν είναι αντιθέσεις της ίδιας ποιότητας, που τις περισσότερες φορές επιλύονται με μεταρρυθμίσεις που εκσυγχρονίζουν την καπιταλιστική παραγωγή, την εκμετάλλευση και την εξουσία.

Σήμερα, το γεγονός ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι ψηφοφόρος ή οπαδός των καθεστωτικών πολιτικών κομμάτων, ή το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού απέχει από την πολιτική, αποτελεί την κορυφή μόνο του παγόβουνου και δεν διερμηνεύει επαρκώς την πολιτική κατάσταση, ούτε τις αιτίες των οξυμμένων προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας.

Σήμερα, η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει αποδεχθεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο σαν κάτι το φυσιολογικό, το θεμιτό, το ηθικά νόμιμο που, όταν επιτελείται χωρίς ακρότητες, είναι η λυδία λίθος της ανάπτυξης, της ευημερίας και της προόδου.

Σήμερα, η Ελλάδα αναστενάζει όχι μόνο στα γήπεδα αλλά και στα πολιτιστικά δρώμενα της μαζικής υποκουλτούρας, που αποτελούν κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς ένταξης και ενσωμάτωσης στο σύστημα και στα πρότυπα του αστισμού.

Σήμερα, η λεγόμενη προοδευτική διανόηση έχει -στην πλειοψηφία της- ασπαστεί τα κυρίαρχα ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας, έχει ευνουχιστεί ιδεολογικά κι έχει καταστεί ακίνδυνη για το κοινωνικό σύστημα.

Σήμερα, ακόμη και στον χώρο της μαρξιστικής σκέψης χρησιμοποιούνται μεθοδολογικά σχήματα ανάλυσης της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, που περισσότερο προσιδιάζουν, παρά την χρήση μαρξιστικής ορολογίας, στις φιλοσοφικές αντιλήψεις του μεταφυσικού ρεαλισμού, του Κύκλου της Βιέννης, του κριτικού ορθολογισμού, του υπαρξισμού, της Σχολής της Φρανκφούρτης κλπ. Έτσι, πίσω από την επαναστατική φρασεολογία εμφανίζεται σε νέα σύγχρονη μορφή ο ρεφορμισμός και ο οπορτουνισμός, που εύκολα θα μπορούσε να ονομαστεί νεο-μπερνσταϊνισμός.

«Ο αγώνας για τον αγώνα», που θυμίζει όχι μόνο τον Μπερνστάϊν αλλά και τις αντιλήψεις του Θεόφιλου Γκοτιέ «η Τέχνη για την Τέχνη», και τα τριαδικά σχήματα «καπιταλιστές-ιμπεριαλιστές, ρεφορμιστές-οπορτουνιστές και ριζοσπάστες-επαναστάτες», αποτελούν δυστυχώς το αλατοπίπερο και το μονότονο ρεφραίν της σημερινής επαναστατικότητας».

Στην σημερινή κοινωνία, στην σημερινή Ελλάδα ορθώνονται ως άλλες στήλες του Ηρακλέους οι δύο διακριτές και κυρίαρχες όψεις της πραγματικότητας, που περιγράφουν ανάγλυφα τις συνθήκες της ιδεολογικοπολιτικής ηγεμονίας της άρχουσας τάξης:

- στην μια όψη ορθώνεται ο υποταγμένος οικονομικά, ιδεολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά, αλλοτριωμένος και ταπεινωμένος μισθοσυντήρητος και οικονομικά ασθενέστερος πληθυσμός,

- στην άλλη όψη ορθώνεται η πολυχρονεμένη κι αυταπόδεικτη αδυναμία των πολιτικών δυνάμεων που ομνύουν στο όνομα της εργατικής τάξης και του λαού, ν’ αφυπνίσουν, να συνειδητοποιήσουν και να καθοδηγήσουν τον ταπεινωμένο, φοβισμένο και συμβιβασμένο λαό στον δρόμο της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της επανάστασης.

Μετά την Μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα, οι πολιτικές δυνάμεις που ομνύουν στο όνομα της εργατικής τάξης -κοινοβουλευτικές και εξωκοινοβουλευτικές- επιχειρούν ν’ αφυπνίσουν και να συνειδητοποιήσουν την εργατική τάξη και το λαό με οικονομικούς διεκδικητικούς αγώνες και με αγώνες για αστικοδημοκρατικά δικαιώματα, χωρίς να κατορθώνουν ν’ αλλάζουν τους πολιτικούς συσχετισμούς υπέρ των δυνάμεων της εργασίας.

Στον αντίποδα της αποτυχίας και της αδυναμίας του πολιτικού κινήματος της εργατικής τάξης να παράγει ποιοτικά αποτελέσματα και προοπτική ανατροπής της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, αναπτύχθηκαν μια σειρά κινήματα αναρχικά και αντιεξουσιαστικά, καθώς και πολύμορφες και ποικίλες οργανώσεις που άσκησαν και ασκούν ατομική τρομοκρατία στο όνομα του αντικαπιταλιστικού αγώνα. Κατά την αντίληψη και την διατύπωση της πάντα επίκαιρης μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, οι εξτρεμιστικές εκδηλώσεις και η ατομική τρομοκρατία είναι εκδήλωση «της πιο φλογερής αγανάκτησης διανοουμένων και μη που δεν ξέρουν ή δεν έχουν την δυνατότητα να συνδέσουν σ’ ένα ενιαίο σύνολο την επαναστατική δουλειά με το εργατικό κίνημα». Όσοι έχασαν την πίστη τους, ή δεν πίστεψαν ποτέ, στην δυνατότητα της σύνδεσης της επαναστατικής δουλειάς με το εργατικό κίνημα, «είναι πραγματικά δύσκολο να βρουν άλλη διέξοδο για το αίσθημα της αγανάκτησής τους και για τον επαναστατικό τους δυναμισμό εκτός από τον εξτρεμισμό και την ατομική τρομοκρατία».

Κατά την μαρξιστική κοσμοθεωρία, ανάμεσα στην πολιτική που επιχειρεί ν’ αφυπνίσει και να συνειδητοποιήσει την εργατική τάξη και το λαό με οικονομικούς διεκδικητικούς αγώνες, και στην πολιτική της ατομικής τρομοκρατίας, δεν υπάρχει τυχαία, αλλά αναγκαία, εσωτερική σχέση, μια κοινή ρίζα, που είναι ο χειροτεχνισμός και η υπόκλιση μπροστά στο αυθόρμητο. «Εδώ υπάρχει η επίδραση των γενικών αιτιών που γεννούν τον οπορτουνισμό γενικά, ο οποίος θυσιάζει τα βασικά συμφέροντα του εργατικού κινήματος για στιγμιαία κέρδη».

Αν θέλει κάποιος να εμβαθύνει στο ζήτημα μπορεί να προσφύγει στο «Από πού ν’ αρχίσουμε» και στο «Τι να κάνουμε» του Λένιν. Όσο κι αν έχουν περάσει χρόνια από τότε που γράφτηκαν, διατηρούν ιδεολογικά και μεθοδολογικά την φρεσκάδα και την επικαιρότητά τους.

Μανώλης Γρηγοριάδης

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

ΑΚΕΠ: Από πού ν'αρχίσουμε;

Στην σημερινή πραγματικότητα, το κοινωνικό ισοδύναμο των σχέσεων παραγωγής ηγεμονεύει ιδεολογικά, πολιτικά και καθορίζει απόλυτα όχι μόνον τις ειδικές αλλά και τις γενικές συμπεριφορές του ελληνικού πληθυσμού.

Αντίθετα, το κοινωνικό ισοδύναμο των παραγωγικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης ανωριμότητας και αδυναμίας: ούτε εκπροσωπείται με όρους ιδεολογικοπολιτικούς στο εποικοδόμημα, ούτε εκπροσωπείται ιδεολογικά στους επιμέρους αγώνες για τα προβλήματα που ανακύπτουν, ούτε εκδηλώνεται αυθόρμητα στις ατομικές και κοινωνικές σχέσεις της καθημερινότητας, της συνήθειας και του στυλ ζωής.

Το γεγονός ότι η δομική ενότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της εργατικής τάξης προς την αστική τάξη, εκδηλώνεται και ως αντίθεση όταν οξύνονται οι δυσλειτουργίες και νομοτελειακές αντιφάσεις των νόμων κίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής και ανταλλαγής, σε τίποτα δεν διαφοροποιεί την κοινωνική κατάσταση, αφού οι αντιθέσεις που ανακύπτουν είναι αντιθέσεις της ίδιας ποιότητας, που τις περισσότερες φορές επιλύονται με μεταρρυθμίσεις που εκσυγχρονίζουν την καπιταλιστική παραγωγή, την εκμετάλλευση και την εξουσία.

Σήμερα, το γεγονός ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι ψηφοφόρος ή οπαδός των καθεστωτικών πολιτικών κομμάτων, ή το γεγονός ότι ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού απέχει από την πολιτική, αποτελεί την κορυφή μόνο του παγόβουνου και δεν διερμηνεύει επαρκώς την πολιτική κατάσταση, ούτε τις αιτίες των οξυμμένων προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας.

Σήμερα, η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει αποδεχθεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο σαν κάτι το φυσιολογικό, το θεμιτό, το ηθικά νόμιμο που, όταν επιτελείται χωρίς ακρότητες, είναι η λυδία λίθος της ανάπτυξης, της ευημερίας και της προόδου.

Σήμερα, η Ελλάδα αναστενάζει όχι μόνο στα γήπεδα αλλά και στα πολιτιστικά δρώμενα της μαζικής υποκουλτούρας, που αποτελούν κυρίαρχους ιδεολογικούς μηχανισμούς ένταξης και ενσωμάτωσης στο σύστημα και στα πρότυπα του αστισμού.

Σήμερα, η λεγόμενη προοδευτική διανόηση έχει -στην πλειοψηφία της- ασπαστεί τα κυρίαρχα ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας, έχει ευνουχιστεί ιδεολογικά κι έχει καταστεί ακίνδυνη για το κοινωνικό σύστημα.

Σήμερα, ακόμη και στον χώρο της μαρξιστικής σκέψης χρησιμοποιούνται μεθοδολογικά σχήματα ανάλυσης της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης, που περισσότερο προσιδιάζουν, παρά την χρήση μαρξιστικής ορολογίας, στις φιλοσοφικές αντιλήψεις του μεταφυσικού ρεαλισμού, του Κύκλου της Βιέννης, του κριτικού ορθολογισμού, του υπαρξισμού, της Σχολής της Φρανκφούρτης κλπ. Έτσι, πίσω από την επαναστατική φρασεολογία εμφανίζεται σε νέα σύγχρονη μορφή ο ρεφορμισμός και ο οπορτουνισμός, που εύκολα θα μπορούσε να ονομαστεί νεο-μπερνσταϊνισμός.

«Ο αγώνας για τον αγώνα», που θυμίζει όχι μόνο τον Μπερνστάϊν αλλά και τις αντιλήψεις του Θεόφιλου Γκοτιέ «η Τέχνη για την Τέχνη», και τα τριαδικά σχήματα «καπιταλιστές-ιμπεριαλιστές, ρεφορμιστές-οπορτουνιστές και ριζοσπάστες-επαναστάτες», αποτελούν δυστυχώς το αλατοπίπερο και το μονότονο ρεφραίν της σημερινής επαναστατικότητας.

Σήμερα λοιπόν, ο θεωρητικός-ιδεολογικός αγώνας του φιλοσοφικού μαρξισμού ενάντια στα κυρίαρχα ρεύματα της αστικής φιλοσοφίας αποτελεί κυρίαρχο καθήκον και προϋπόθεση για την ανασύνταξη του πολιτικού ριζοσπαστικού χώρου και την σύσταση του επαναστατικού υποκείμενου.

"Όπως δεν μπορούμε να κρίνουμε ένα άτομο από την ιδέα που έχει αυτό για τον εαυτό του, το ίδιο δεν μπορούμε να κρίνουμε μια εποχή ανατροπής από την συνείδηση που έχει αυτή για τον εαυτό της. Χρειάζεται, αντίθετα, να εξηγούμε την συνείδηση αυτή με τις αντιφάσεις της υλικής ζωής, με την σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής" (Καρλ Μαρξ)

Μανώλης Γρηγοριάδης

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

ΑΚΕΠ: Το πολιτικό κενό και η σημερινή συγκυρία

«Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείχτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος» (Ένγκελς).

Οι ευρωεκλογές της 7ης Ιουνίου 2009 κατάδηλα πιστοποίησαν πως το κυρίαρχο πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας είναι η παθητικότητα των μισθοσυντήρητων και του λαού, που ορίζεται και σαν ανωριμότητα ή σαν αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα. Κατάδηλα, επίσης, πιστοποίησαν ακόμη μια φορά το πολιτικό κενό εκπροσώπησης στο πολιτικό εποικοδόμημα των ιστορικών δυνάμεων της ανατροπής του καπιταλισμού, γεγονός που εντείνει επιτατικά την αναγκαιότητα εκπροσώπησής τους.

Στην σημερινή βαρβαρότητα, οι πλούσιοι γίνονται καθημερινά πλουσιότεροι. Οι φτωχοί γίνονται καθημερινά φτωχότεροι. Τα κοινωνικά προβλήματα, η ανεργία, η εγκληματικότητα, η διαφθορά καθημερινά μεγεθύνονται. Η υγεία, η δικαιοσύνη, η ουσιαστική εκπαίδευση είναι προνόμιο μόνο των ισχυρών. Η δημόσια διοίκηση υπηρετεί προκλητικά την πλουτοκρατία και βασανίζει σαδιστικά τον φτωχό, τον άνεργο, τον αδύναμο. Το κράτος της ολιγαρχίας του πλούτου βυσσοδομεί ανενδοίαστα ενάντια στα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του κοινωνικού ανθρώπου.

Κι ενώ η κοινωνία σαπίζει και όζει, η κοινωνική συνείδηση των μισθοσυντήρητων και του λαού απορρίπτει και απωθεί το αβίαστο συμπέρασμα ότι οι πόθοι τους, οι στόχοι τους, τα όνειρά τους στο σημερινό γερασμένο, εκφυλισμένο και σάπιο καπιταλιστικό οικονομικοκοινωνικό σύστημα, δεν έχουν ελπίδα δικαίωσης.

Πράγματι, με την νεοφιλελεύθερη εκδοχή του καπιταλιστικού συστήματος που κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια και με τους προπαγανδιστικούς μύθους για ανάπτυξη και ευημερία που υπερφίαλα διαλαλούσαν οι μέντορες της ελεύθερης αγοράς, έχουν εκμαυλιστεί, αποχαυνωθεί και συμβιβαστεί, όχι μόνο οι κυρίαρχες τάξεις, αλλά κι οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου και της εργασίας.

Είναι αλήθεια, οι μορφές κοινωνικής συνείδησης αντιστοιχούν στις υφιστάμενες κάθε φορά υλικές οικονομικές δομές της κοινωνίας τις οποίες, οι συγκεκριμένες κάθε φορά μορφές κοινωνικής συνείδησης, προσωποποιούν, εκφράζουν και υπηρετούν.

Στις σημερινές καπιταλιστικές κοινωνίες οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης, ο υποκειμενικός παράγοντας, εμφορούνται τις αρχές, τις αξίες και τα ιδανικά του καπιταλιστικού κοινωνικού Είναι, όπως αυτές εκδηλώνονται στο πολιτικό εποικοδόμημα του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή στις εκδοχές του φιλελευθερισμού, τις εκδοχές του κρατισμού και τις εκδοχές της μικτής οικονομίας.

Σήμερα, η συνείδηση του απλού ανθρώπου του μόχθου και της εργασίας, που ουσιαστικά μορφοποιεί το «πνεύμα», τις αξίες και τα ιδανικά του γερασμένου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είναι γέρικη, παρηκμασμένη και σάπια. Έχει αποδεχθεί το συμβιβασμό, την διαφθορά και την εξαθλίωση. Τούτο συμβαίνει επειδή απουσιάζει στο πεδίο της υποκειμενικότητας το επαναστατικό υποκείμενο, και επειδή το πολυπληθέστερο και σημαντικότερο τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, οι μισθοσυντήρητοι, ενεργεί ως τάξη καθ’ εαυτό-στον εαυτό της και ενέχει την προσδιοριστικότητα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Μάλιστα, σαν φορέας της προσδιοριστικότητας «εμπόρευμα εργατική δύναμη» διέπεται από τους νόμους κίνησης της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής και ανταλλαγής, υπόκειται στο νόμο της αξίας, αποξενώνεται, αλλοτριώνεται και φετιχοποιεί την πραγματικότητα.

Όμως, όπως το κεφάλαιο, σταθερό-μεταβλητό, σαν ολότητα και αφαίρεση είναι αδιάφορο προς τις μορφές αξιοποίησής του, έτσι και οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις σαν ολότητα και αφαίρεση έχουν εξεγερθεί με την σημερινή οικονομική κρίση ενάντια στις υφιστάμενες σχέσεις παραγωγής, όντας αδιάφορες προς τα επιμέρους χαρακτηριστικά της χρηματοπιστωτικής κρίσης, και οπωσδήποτε όντας αδιάφορες προς τις γερασμένες πολιτικο-οικονομικές σχολές διεύθυνσης της κοινωνίας: τον φιλελευθερισμό, τον κρατισμό και την μικτή οικονομία.

Κατά την άποψη του διαλεκτικού υλισμού, όταν οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας εξεγείρονται ενάντια στις αναγκαίες, καθορισμένες και ανεξάρτητες από την θέληση των ανθρώπων παραγωγικές σχέσεις, αρχίζει η αντανάκλαση και η εκπροσώπηση των επαναστατικών ιδεών στο πολιτικό εποικοδόμημα με όρους κινήματος, που έρχεται να καταργήσει τις υφιστάμενες παραγωγικές σχέσεις για να εμφανιστεί το νέο κοινωνικό σύστημα, που εκκολάπτεται σήμερα μέσα στους κόλπους της παλιάς -επί του προκειμένου σημερινής καπιταλιστικής- κοινωνίας.

Σήμερα που οι καπιταλιστές και οι πολιτικο-ιδεολογικοί τους εκπρόσωποι, όπως λέει ο πάντα επίκαιρος φιλόσοφος του ιστορικού υλισμού στο μνημειώδες έργο του το "Μανιφέστο", μοιάζουν με μαθητευόμενους μάγους που έχουν καλέσει δυνάμεις τις οποίες δεν μπορούν να ελέγξουν, το ιστορικό κενό της απουσίας του επαναστατικού υποκείμενου εκδηλώνεται σαν κοινωνικό κατηγόρημα, που τείνει να μορφοποιήσει στο πεδίο της υποκειμενικότητας το διαλεκτικό μέτρο της άρνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, που τείνει να διαμορφώσει τις διαδικασίες της σύστασης του επαναστατικού κόμματος και να θέσει το αίτημα της κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ως αίτημα καθολικό και ιστορικά αναγκαίο.

10 Ιουνίου 2009

ΑΚΕΠ-Γραφείο τύπου,
Μίκα Στάθη